Ένα παραμύθι από την ανάποδη!

"Εργασίες, εργασίες, εργασίες......... Αυτή η δασκάλα όλο εργασίες μας βάζει βρε μαμά!!!!!" τάδε έφη Νεφέλη......
Αυτή όμως η εργασία είναι διαφορετική από τις άλλες. Γιατί; Γιατί πρέπει να γράψουμε ένα παραμύθι από την ανάποδη! Τι σημαίνει αυτό. Η άσκηση ζητούσε να γράψουμε το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας ανάποδα! Δηλαδή ο λύκος να είναι ο καλός και η Κοκκινοσκουφίτσα η κακιά!!! Μα γίνεται αυτό; Αν το διακωμωδήσεις γίνεται...... 
Βασικά δεν μπορείς να βάλεις την Κοκκινοσκουφίτσα να τρώει το μικρό λυκάκι και τη γιαγιά λύκαινα, οπότε έπρεπε να σκεφτούμε κάτι διαφορετικό για να κυλήσει η ιστορία. Θέλετε να δείτε τι γράψαμε; Πάμε λοιπόν......

"Ο Κούλης ο Λυκούλης κάνει μπάρμπεκιου!"

Μια φορά κι έναν καιρό στο παραμυθένιο δάσος ζούσε ο Κούλης ο Λυκούλης με την οικογένεια του. Μια μέρα η μαμά του, τον φώναξε για να του δώσει ένα καλάθι με κρέατα για να το πάει στον παππού του. Βλέπετε, ο παππούς το βράδυ είχε καλεσμένους τους φίλους του για μπάρμπεκιου. Του είπε όμως να προσέξει την ύπουλη Κοκκινοσκουφίτσα και τους πονηρούς κυνηγούς.

Ξεκίνησε, λοιπόν, ο Κούλης το δρόμο για το σπίτι του παππού του. Πήρε το μονοπάτι του δάσους για να πάει πιο γρήγορα. Εκεί που πήγαινε μύρισε φρέσκια ρίγανη. Σκέφτηκε να μαζέψει λίγη γιατί θα ταίριαζε ωραία με το κρέας. Και, εδώ που τα λέμε, η μαμά του ξέχασε να του βάλει μπαχαρικά! Πίσω από ένα δέντρο, όμως, παραμόνευε η Κοκκινοσκουφίτσα.

-Σ' έχω στο σκουφί μου τώρα Κούλη! είπε και έτριψε τα χέρια της πονηρά!

Πλησίασε τον Κούλη και του είπε:

-Μπα, μπα! Πως κι απ' τα μέρη μας;

Ο Κούλης αναπήδησε και γύρισε να δει ποιος ήταν. Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του και είπε:

-Θες κάτι "νυφίτσα" Κοκκινοσκουφίτσα;

-Όχι, περαστική ήμουνα, είπε εκείνη. Αλλά εσύ δεν μας είπες, για που το 'βαλες πουρνό-πουρνό; Κρέας είναι αυτό που βλέπω; Ετοιμάζετε γιορτή;

-Να μη σε νοιάζει! Άσε με τώρα να φύγω γιατί έχω αργήσει, είπε ο Κούλης.

Και απομακρύνθηκε βιαστικά.


Η Κοκκινοσκουφίτσα θύμωσε τόσο πολύ που έγινε πιο κόκκινη από το σκουφί της. Έπρεπε να μάθει τι ήθελε ο Κούλης τόσο κρέας και που το πήγαινε. Έτσι, λοιπόν, τον ακολούθησε.

Καθώς προχωρούσε ο Κούλης ο Λυκούλης είδε πίσω από κάτι θάμνους τους πιο πονηρούς κυνηγούς του δάσους. Το Λάκη και το Ζάκη. Άρχισε, λοιπόν, να περπατάει αργά και προσεκτικά για να μην τον δουν. Όταν απομακρύνθηκε άρχισε να τρέχει σαν τρελός. Ούτε που κατάλαβε για πότε έφτασε στο σπίτι του παππού του.

Εκεί, όμως, τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη! Η ύπουλη Κοκκινοσκουφίτσα τον είχε προλάβει και είχε χώσει τον παππού του στο υπόγειο. Είχε φορέσει τα ρούχα του και περίμενε τον Κούλη στην αυλόπορτα. Ο Κούλης έδωσε το καλάθι στον παππού-Κοκκινοσκουφίτσο, που παραλίγο να πέσει από το βάρος και είπε:

-Κάπως παράξενος μου φαίνεσαι σήμερα παππού. Καλέ, γιατί κόντυνες;

-Αχ, παιδάκι μου! Γέρασα και μάζεψα! είπε η Κοκκινοσκουφίτσα.

-Και το κλειδί τι το θες; είπε ο Κούλης.

-Μα, για να σε κλείσω στο υπόγειο, είπε και γέλασε η Κοκκινοσκουφίτσα.

Οι φίλοι του παππού, που έβλεπαν τα πάντα, όρμησαν στην Κοκκινοσκουφίτσα, της πήραν το σκουφί της και την έδιωξαν μια για πάντα από το δάσος. Έβγαλαν τον παππού από το υπόγειο και έστησαν την ψησταριά!

Και έφαγαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!




Σχόλια

  1. Μια χαρά τη γλιτώσανε δηλαδή! Και κάνανε και μπάρμπεκιου στο τέλος..τέλειο! Το διάβασα όλο χαμογελαστή!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κάτι τέτοιες εργασίες αποτελούν τροφή για σκέψη και κίνητρο για να γράψεις κάτι ωραίο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Σας άρεσε;
Σχολιάστε...............